- ημεροθηρικη
- ἡμεροθηρικήἡμερο-θηρικήἥ (sc. τέχνη) искусство ловить прирученных животных Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ημεροθηρικός — ἡμεροθηρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, στη σύλληψη ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για εκτροφή ή κατανάλωση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμεροθηρική η τέχνη να πιάνει κανείς ήμερα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + θηρικός… … Dictionary of Greek